ἐριστικῶς

ἐριστικῶς
ἐριστικός
eager for strife
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

  • пакостивыи — (2*) пр. Причиняющий вред, делающий зло: аще кто пакостивъ [в др. сп. прекостивъ] и на‹пра›сно ѿрѣваѥть ст҃хъ силъ гла(с). свѣдѣтельствѹ˫а неѹполѹчено гл҃ть (ἐριστικῶς) ГА XIV1, 187б; ѥлико же бѣаше ˫авѣ. пакостивы˫а воины. и воеводъ ѹжасенье… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”